κρεμμυδότσουφλο
From LSJ
Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft
Greek Monolingual
και κρομμυδότσουφλο, το
ο φλοιός του κρεμμυδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι / κρομμύδι + -τσουφλο (< τσόφλι), πρβλ. αβγότσουφλο, καρυδότσουφλο].