κρεοδαισία

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεοδαισία Medium diacritics: κρεοδαισία Low diacritics: κρεοδαισία Capitals: ΚΡΕΟΔΑΙΣΙΑ
Transliteration A: kreodaisía Transliteration B: kreodaisia Transliteration C: kreodaisia Beta Code: kreodaisi/a

English (LSJ)

ἡ, distribution of meat, Demetr.Sceps. ap. Ath.10.425c, Plu.2.643a.

French (Bailly abrégé)

v. κρεωδαισία.

Greek Monolingual

κρεοδαισία και κρεαδοσία, ἡ (Α) κρεοδαίτης
η διανομή του κρέατος («ἡ εἰς μερίδας κρεοδαισία, ὅταν... σταθμῷ λαβών ἕκαστος μοῖραν ἑαυτῷ πρόθηται», Πλούτ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεοδαισία -ας, ἡ [κρεοδαίτης] verdeling van vlees.