κρινάνθεμον
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
τό,
A houseleek, Hp.Nat.Mul.32.
2 = ἡμεροκαλλές, Ps.-Dsc.3.122.
German (Pape)
[Seite 1509] τό, Hauslaub, sedum, Hippocr.
Spanish
Greek Monolingual
κρινάνθεμον, τὸ (Α)
1. το φυτό ευαείζωον το επίστεγον που φυτρώνει στις στέγες τών σπιτιών
2. το φυτό ημεροκαλλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + ἄνθεμον.
Léxico de magia
τό bot. siempreviva λωτομήτραν, κ., βούνιον pulpa del fruto del loto, siempreviva, nabo P III 333 (fr. lac.) oculta bajo nombres secretos γόνος Ἄμμωνος· κ. semen de Amón es siempreviva P XII 440