Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρομμυδοφάγος

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

και κρεμμυδοφάγος, ο
το ορθόπτερο έντομο Grylotalpa vulgaris που καταστρέφει τις ρίζες τών κηπευτικών.