κυμβίον
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
English (LSJ)
τό, Dim. of κύμβη (A) 1, small cup, IG22.1522.32,11(2).145.48 (Delos, iv B.C.), Theopomp.Com.31, Philem.84, Alex.2.6, D.21.158, cf. Ath.11.481d; also, Dim. of κύμβη (A) ΙΙ, Hsch., Suid.: κυμβεῖον, Pherecr.66, Paus Gr.Fr.242.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυμβίον -ου, τό kleine beker.
German (Pape)
τό, dim. zu κύμβη, bes. kleines Trinkgefäß, Schale, Vetera Lexica; nach Ath. XI.481 ff. ποτήριον ἐπίμηκες καὶ στενὸν καὶ τῷ σχήματι παρόμοιον πλοίῳ, und ohne Henkel, auch Beispiele aus den comicis angeführt; κυμβία καὶ ῥυτὰ καὶ φιάλας vrbdt Dem. 21.158; κυμβίον, ἐξ οὗ ἔπινε 47.58. – Auch ein Nachen, wie κύμβη, Suid.
Russian (Dvoretsky)
κυμβίον: τό небольшая чаша, чашка Democr.
Greek (Liddell-Scott)
κυμβίον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., μικρὸν ποτήριον, Λατ. cymbium, Συλλ. Ἐπιγρ. 159, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 481 κἑξ., Ἄλεξ. παρὰ τῷ αὐτῷ 230C, Δημ. 588. 18., 565. ἐν τέλ., κτλ.· ― ἐν Α. Β. 274, Ἐτυμολ. Μέγ. 545. 31, κυμβεῖον, καὶ κυμβαῖον παρ’ Εὐστ. 584. 19 κἑξ.
Greek Monolingual
κυμβίον, τὸ (Α)
μικρό ποτήρι, μικρό κύπελλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβη (Ι) + υποκορ. κατάλ. -ίον].