κυριολεκτώ
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
Greek Monolingual
(AM κυριολεκτῶ, -έω) κυριόλεκτος
μιλώ με κυριολεξία, ακριβολογώ, μεταχειρίζομαι τις λέξεις με την ακριβή τους σημασία
αρχ.
αποκαλώ κάποιον με τον τίτλο κύριος.