κυστίδιο
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
Greek Monolingual
το κύστη (Ι)]
1. μικρή κύστη, φουσκίτσα
2. (μυκητ.) μεγάλο στείρο ροπαλόμορφο κύτταρο που απαντά στο υμένιο τών βασιδιομυκήτων
3. ζωολ. θήκη ή εξωτερικός σκελετός καθενός από τα άτομα μιας αποικίας εξώπρωκτων βρυοζώων, αλλ. εξωκύστη
4. ανατ. ανατομικός σχηματισμός που έχει σχήμα μικρής κύστης (α. «εγκεφαλικά κυστίδια» β. «ελλειπτικό κυστίδιο» γ. «σφαιρικό κυστίδιο»).