κως
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
Ionic enclit. for πως, Hdt.
French (Bailly abrégé)
v. πως.
Greek Monolingual
(I)
κῶς, τὸ (Α)
1. (συνηρ. τ.) βλ. κώας
2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή
3. (και ως αρσ. στον πληθ.) οἱ κῶες
οι φυλακισμένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το κῶος (Ι)].
(II)
κῶς, κως (Α)
ιων. τ. βλ. πώς, πως.
German (Pape)
ion. = πως, Her.