κόμμωση

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source

Greek Monolingual

η (AM κόμμωσις) κομμώ (II)]
ευτρεπισμός της κόμης, καλλωπισμός του κεφαλιού, καλλωπιστικό χτένισμα
νεοελλ.
είδος χτενίσματος.