κύσσαρος

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύσσαρος Medium diacritics: κύσσαρος Low diacritics: κύσσαρος Capitals: ΚΥΣΣΑΡΟΣ
Transliteration A: kýssaros Transliteration B: kyssaros Transliteration C: kyssaros Beta Code: ku/ssaros

English (LSJ)

ὁ, = κυσός ΙΙ, ἀρχός ΙΙ, Hp.Nat.Puer.17, Gal.19.176, Erot.

German (Pape)

[Seite 1538] ὁ, der After, Hippocr., Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κύσσαρος: ὁ, = κυσὸς ΙΙ, Ἱππ. 238. 27, Γαλην.· πρβλ. κύτταρος.

Greek Monolingual

κύσσαρος, ὁ (Α)
πρωκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρ. του κυσός που εμφανίζει επίθημα -αρος (πρβλ. χίμαρος)].