χίμαρος
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A he-goat, Ar.Eq.661, Schwyzer784a1 (Tenos, iv B. C.), Theoc.Ep.4.15, AP6.190.10 (Gaet.): a young he-goat, older than ἔριφος, Ar.Byz. ap. Eust.1625.33; χ. ἐξ αἰγῶν kid, LXX Le.4.23; χ. ἐρυθρός Berl.Sitzb.1927.156 (Cyrene).
II fem. = χίμαιρα, Theoc.1.6, Epigr.6.3, AP6.157 (Theodorid.), 9.403 (Maec.). (Cogn. with χεῖμα, χειμών, lit. 'one winter old', cf. Lat. bīmus (fr. *bǐ-hǐmus, cf. Skt. himás 'winter').)
German (Pape)
[Seite 1356] ὁ, = χείμαρος, χείμαῤῥος, 1) Waldstrom, Gießbach. – 2) die weibliche Schaam. – Auch = χείμαρος, εὐδιαῖος, VLL.
French (Bailly abrégé)
ου;
1 ὁ χίμαρος, jeune chevreau, plus vieux que ἔριφος;
2 ἡ χίμαρος, jeune chèvre ; p. ext. chèvre.
Étymologie: χίμαιρα.
Russian (Dvoretsky)
χίμαρος: (χῐ) ὁ и ἡ козел Arph., Theocr., Anth.; коза Theocr., Anth.; козленок Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
χίμᾰρος: [ῐ], ὁ, Λατ. caper, ἄλλως τράγος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 661, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 15, Ἀνθ. Παλατ. 6. 190, 10, Ἑβδ. ΙΙ. ὡσαύτως θηλ. = χίμαιρα, Θεόκρ. 1. 6, Ἐπιγράμμ. 6, Ἀνθ. Π. 6. 157., 9. 403· 432. - ὡς φαίνεται χίμαρος εἶναι ἐρίφιον εἴτε ἄρρεν εἴτε θῆλυ, ἴδε Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ Σχολ. ἐν τόπῳ, Nauck εἰς Ἀριστοφ. Βυζ. σ. 104. [Ἡ παραλήγουσα μακρὰ μόνον ἐν Χρησμ. Σιβ. 3. 747.]
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
τράγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρσ. χίμαρος συνδέεται με τη λ. χίμαιρα, δεν είναι, όμως, εύκολο να καθοριστεί με ακρίβεια η μεταξύ τους σχέση, αφού παραμένει ανεξακρίβωτη η αρχαιότητα του τ. χίμαρος. Σύμφωνα με αυτά, ο τ. θα μπορούσε να ερμηνευθεί είτε ως υστερογενής σχηματισμός από το θηλ. χίμαιρα (< χιμαρ-jα), πρβλ. πιερός: πίειρα, είτε ως αρχικός τ. σχηματισμένος από τη μηδενισμένη βαθμίδα χιμ- της ρίζας τών χεῖμα, χειμών (βλ. λ. χειμώνας) με επίθημα -αρος (πρβλ. ἕταρος), βλ. και λ. χίμαιρα.
Greek Monotonic
χίμᾰρος: [ῐ], ὁ,
I. αρσενικός τράγος, Λατ. caper = τράγος, σε Αριστοφ., Θεόκρ.
II. επίσης θηλ. χίμαιρα, σε Θεόκρ., Ανθ.
Middle Liddell
χῐ́μᾰρος, ὁ,
I. a he-goat, Lat. caper, = τράγος, Ar., Theocr.
II. also fem. = χίμαιρα, Theocr., Anth.
Mantoulidis Etymological
(=τράγος). Ἴσως σχετίζεται μέ τό χεῖμα, χειμέριος.
Translations
Albanian: sqap, cjap; Arabic: تَيْس; Hijazi Arabic: تيس; Armenian: նոխազ, քաղ, քոշ; Assamese: মতা ছাগলী;: ভোবোলা, ভোবোলা ছাগলী ভোবোৰা, ভোবোৰা ছাগলী; Avestan: 𐬠𐬏𐬰𐬀; Bashkir: тәкә, кәзә тәкәһе; Basque: aker; Belarusian: казёл; Breton: bouc’h; Bulgarian: козел пръч; Burmese: ဆိတ်ထီး; Catalan: boc, cabró; Chinese Mandarin: 雄山羊; Czech: kozel; Danish: buk, gedebuk; Dutch: bok; Esperanto: virkapro, boko, kapriĉo; English: he-goat, male goat, billy goat, billy-goat, billygoat, billy, buck; Faroese: geitarbukkur, bukkur, havur, geitarhavur; Finnish: pukki; French: bouc; Friulian: cjavron, čhavron; Galician: castrón, bode, cabrón; Georgian: ვაცი; German: Ziegenbock, Geißbock, Bock, Ziegenmännchen; Alemannic German: Geissbock; Middle High German: bock; Old High German: boc; Greek: τράγος, τραγί; Ancient Greek: ἀττηγός, ἔβρος, ἐνόρχης, τράγος, χίμαρος; Hebrew: תַּיִשׁ; Hungarian: bakkecske; Ido: kaprulo; Interlingua: capro; Irish: poc gabhair, pocán, boc; Old Irish: bocc; Italian: caprone, becco, capro, irco; Jamaican Creole: ram goat; Japanese: 雄山羊, 雄ヤギ; Kashmiri: ژھاوُل; Kazakh: теке; Korean: 숫염소; Latin: hircus, caper; Latvian: āzis; Lezgi: кьун; Lithuanian: ožỹs; Low German: Buck, Zegenbuck, Zägenbuck, Segenbuck, Sägenbuck; Luxembourgish: Geessebock; Macedonian: јарец, прч; Manx: bock goayr; Middle English: bucke; Mongolian: ухна; Navajo: tłʼízíchǫǫh, tłʼízíkąʼ; Norman: bichot; Norwegian Bokmål: geitebukk; Nynorsk: geitebukk; Old Church Slavonic: козьлъ; Old English: bucca, hæfer; Old Norse: hafr, bukkr; Old Prussian: azuks; Persian: تگه, کل, شاک, نهاز; Polish: kozioł; Portuguese: bode, cabrão; Romanian: țap; Russian: козёл; Sanskrit: अज, छाग; Serbo-Croatian Cyrillic: ја̏рац; Roman: jȁrac; Sicilian: beccu; Slovak: cap, kozel; Slovene: kozel; Sorbian Lower Sorbian: kózoł; Upper Sorbian: kоzоł; Spanish: cabro, cabrón; Swahili: beberu; Swedish: bock; Tagalog: lambayan; Turkish: teke; Ukrainian: козел, цап; Uyghur: تېكە; Venetian: cavron; Volapük: hikapar; Welsh: bwch; Wolof: sikket bi; Yiddish: צאַפּ, באָק; Zazaki: khel