πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government
-α, -ο1. χαλαρός2. φρ. «τον αφήνω λάσκο» ή «του αφήνω λάσκο» — του λασκάρω τα λουριά, χαλαρώνω την επίβλεψη. επίρρ...λάσκαχαλαρά.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < προστ. λάσκα (πρβλ. λάσκα τα πανιά) < ιταλ. lasca προστ. του lascare].