λίπωμα

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365

Greek Monolingual

το
ιατρ. καλοήθης όγκος που αποτελείτει από λιπώδη ιστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipoma < νεολατ. lipoma (< λίπος)].