λαδιά

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

η λάδι
1. κηλίδα από λάδι ή από άλλη λιπαρή ουσία, λεκές
2. η σοδειά λαδιού («φέτος είχαμε καλή λαδιά»)
3. μτφ. μικροαπάτη, κατεργαριά.