λαμπροφωνία

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπροφωνία Medium diacritics: λαμπροφωνία Low diacritics: λαμπροφωνία Capitals: ΛΑΜΠΡΟΦΩΝΙΑ
Transliteration A: lamprophōnía Transliteration B: lamprophōnia Transliteration C: lamprofonia Beta Code: lamprofwni/a

English (LSJ)

v. sub λαμπρόφωνος.

German (Pape)

[Seite 13] ἡ, helle, laute Stimme des Herolds, Her. 6, 60; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
voix claire ou forte.
Étymologie: λαμπρόφωνος.

Greek Monolingual

λαμπροφωνία, ιων. τ. λαμπροφωνίη, ἡ (Α) λαμπρόφωνος
το να έχει κάποιος λαμπρή, δυνατή και ευκρινή φωνή («οὐ κατὰ λαμπροφωνίην ἐπιτιθέμενοι ἄλλοι σφέας παρακλήιουσι», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

λαμπροφωνία: Ιων. λαμπροφωνίη, ἡ, ευκρίνεια και ηχηρότητα φωνής, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

λαμπροφωνία: ион. λαμπροφωνίηчистота голоса, ясный голос (sc. τῶν κηρύκων Her.).

Middle Liddell

λαμπροφωνία, ἡ,
clearness and loudness of voice, Hdt. [from λαμπρόφωνος