λειχουδιά

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

και λιχουδιά, η λειχούδης
1. η ιδιότητα του λειχούδη, η μεγάλη επιθυμία φαγητών, ιδίως εκλεκτών
2. ιδίως στον πληθ.) οι λειχουδιές
εκλεκτά φαγητά ή γλυκίσματα, φαγώσιμα που διεγείρουν την όρεξη, που προκαλούν τη λαιμαργία.