λεπτοκαρυά

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source

Greek Monolingual

και λεπτοκαρύα και λεφτοκαρυά, η (Μ λεπτοκαρυά και λεφτοκαρυά) λεπτοκάρυο
βοτ. άλλη ονομασία της φουντουκιάς, φυτού του γένους κόρυλος.