λιγνίνη

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

η
βοτ. αρωματική οργανική ουσία με πολύπλοκη δομή, η οποία διαποτίζει τις κυτταρικές μεμβράνες φυτικών κυττάρων που είναι γνωστά ως αποξυλωμένα ή λιγνοποιημένα κύτταρα και η οποία αποτελεί μαζί με την κυτταρίνη κύριο συστατικό του ξύλου, αλλ. ξυλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lignin < λατ. lignum «ξύλο»].