λιγυκλαγγής

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐγῠκλαγγής Medium diacritics: λιγυκλαγγής Low diacritics: λιγυκλαγγής Capitals: ΛΙΓΥΚΛΑΓΓΗΣ
Transliteration A: ligyklangḗs Transliteration B: ligyklangēs Transliteration C: ligyklaggis Beta Code: liguklaggh/s

English (LSJ)

λιγυκλαγγές, shrill, νευρά B.5.73; clear-voiced, χοροί Id.13.14.

Greek (Liddell-Scott)

λῐγῠκλαγγής: -ές, = λιγύκροτος, Βακχυλ. 5. 73., 13. 14 (ἔκδ. Blass).

Greek Monolingual

λιγυκλαγγής, -ές (Α)
1. οξύς, διαπεραστικός
2. αυτός που έχει καθαρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -κλαγγής (< κλαγγή)].