λισγάριον

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λισγάριον Medium diacritics: λισγάριον Low diacritics: λισγάριον Capitals: ΛΙΣΓΑΡΙΟΝ
Transliteration A: lisgárion Transliteration B: lisgarion Transliteration C: lisgarion Beta Code: lisga/rion

English (LSJ)

τό, spade, mattock, Sch.Theoc.4.10, Suid. s.v. σκαφείδιον. (Mod.Gr. λισγάρι, a kind of rake or harrow.)

Greek (Liddell-Scott)

λισγάριον: τό, σκαπάνη, σιδηροῦν βωλοκόπον ἐργαλεῖον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κηπουροῖς, συγγενὲς τῷ λίστρον, Λατ. ligo, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 10· πρβλ. Δουκάγγ. (Κοινῶς ὀνομάζεται λισγάρι καὶ εἶναι εἶδος κτενοειδοῦς κηπουρικοῦ σκαλιστηρίου).

German (Pape)

τό, dim. von λίσγος, Erkl. von σκαπάνη, Schol. Theocr. 4.10; auch Suid. v. σκαφεία.