λορδώ

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

λορδῶ, -όω (Α) λορδός
κυρτώνω τη σπονδυλική μου στήλη προς τα εμπρός, με αποτέλεσμα να εξέχει το στήθος και η κοιλιά.