λωγάς

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωγάς Medium diacritics: λωγάς Low diacritics: λωγάς Capitals: ΛΩΓΑΣ
Transliteration A: lōgás Transliteration B: lōgas Transliteration C: logas Beta Code: lwga/s

English (LSJ)

πόρνη, Hsch.; cf. λωγάλιοι.

Greek Monolingual

λωγάς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πόρνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λωγάνιον και εμφανίζει επίθημα -ας, -άδος, ενώ για την παρόμοια σημασιολογική εξέλιξη, από «δέρμα» με σημ. «πόρνη», πρβλ. κασαλβάς, κασαυράς, κασωρίς, λατ. scortum. Επίσης συνδέεται με τον τ. λωγάλιοι.

German (Pape)

άδος, ἡ, wie λαικάς, geiles Weib, Hure, Hesych. Vgl. λωγάνιοι.