μάγεμα
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
Greek Monolingual
και μάγευμα, το (Α μάγευμα) μαγεύω
μαγικό τέχνασμα, μαγεία, μάγια («βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν», Ευρ.)
νεοελλ.
γοητεία, σαγήνη, αισθητική έλξη ή απόλαυση («το προσωπάκι σου στάλαζ' ένα μάγεμα», Παλαμ.)
αρχ.
έντεχνη παρασκευή φαγητού, έντεχνο μαγείρεμα.