μάδισος

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάδισος Medium diacritics: μάδισος Low diacritics: μάδισος Capitals: ΜΑΔΙΣΟΣ
Transliteration A: mádisos Transliteration B: madisos Transliteration C: madisos Beta Code: ma/disos

English (LSJ)

ὁ, = δίκελλα, Hsch.:—also μαδιβός, Id.

Greek Monolingual

μάδισος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δίκελλα», δικέλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. μαδίζω + επίθημα -σος (πρβλ. ταμεῖν: Τάμισος, μεθύω: μέθυσος)].