μακεδονιστί
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
in Macedonian, Plu. Eum. 14.
Greek Monolingual
(Α μακεδονιστί)
επίρρ. στη μακεδονική διάλεκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μακεδόνες + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. Λυδιστί)].
Russian (Dvoretsky)
μᾰκεδονιστί: adv. по-македонски Plut.