μακροτέρω

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροτέρω Medium diacritics: μακροτέρω Low diacritics: μακροτέρω Capitals: ΜΑΚΡΟΤΕΡΩ
Transliteration A: makrotérō Transliteration B: makroterō Transliteration C: makrotero Beta Code: makrote/rw

English (LSJ)

farther off, Id.Pr.901a22.

French (Bailly abrégé)

v. μακρῶς.

Greek Monolingual

μακροτέρω (Α)
επίρρ. σε μεγαλύτερη απόσταση, μακρύτερα, περαιτέρω, παρέκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. του μακρός.

Russian (Dvoretsky)

μακροτέρω: (ς) compar. к μακρῶς.

German (Pape)

weiter, ferner, darüber hinaus, Sp.