μανίζω
From LSJ
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
Greek Monolingual
(AM μανίζω)
νεοελλ.-μσν.
1. μανιάζω
2. εχθρεύομαι
3. προκαλώ θυμό, εξοργίζω κάποιον
αρχ.
1. βλάπτω, λυμαίνομαι
2. έχω παραισθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ἐμάνησαν, γ' πληθ. του παθ. αορ. του μαίνομαι, σχημάτισε α' εν. ἐμάνησα και από αυτό σχηματίστηκε νέος ενεστ. μανίζω, κατά το σχήμα ἐπότισα -ποτίζω (για τον σχηματισμό βλ. σήπομαι - εσάπησαν - εσάπησα - σαπίζω].