κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(Α μανδαλῶ, -όω, Μ μανταλώνω) μάνταλοκλείνω από μέσα την πόρτα ή το παράθυρο με μάνταλο, αμπαρώνωνεοελλ.περιορίζω, φυλακίζω κάποιον στο σπίτι.