μανταλώνω

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source

Greek Monolingual

(Α μανδαλῶ, -όω, Μ μανταλώνω) μάνταλο
κλείνω από μέσα την πόρτα ή το παράθυρο με μάνταλο, αμπαρώνω
νεοελλ.
περιορίζω, φυλακίζω κάποιον στο σπίτι.