ματαιουργός

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιουργός Medium diacritics: ματαιουργός Low diacritics: ματαιουργός Capitals: ΜΑΤΑΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: mataiourgós Transliteration B: mataiourgos Transliteration C: mataiourgos Beta Code: mataiourgo/s

English (LSJ)

ματαιουργόν, = ματαιοποιός, Ph.2.98.

Greek (Liddell-Scott)

ματαιουργός: -όν, = ματαιοποιός, Φίλων 2. 98.

Greek Monolingual

ματαιουργός, -όν (Α)
ο ματαιοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. μάταιος + -ουργός(< ἔργον), πρβλ. δημιουργός, τεχνουργός].

German (Pape)

ματαιοποιός, Philo.