ματαιουργός

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιουργός Medium diacritics: ματαιουργός Low diacritics: ματαιουργός Capitals: ΜΑΤΑΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: mataiourgós Transliteration B: mataiourgos Transliteration C: mataiourgos Beta Code: mataiourgo/s

English (LSJ)

ματαιουργόν, = ματαιοποιός, Ph.2.98.

Greek (Liddell-Scott)

ματαιουργός: -όν, = ματαιοποιός, Φίλων 2. 98.

Greek Monolingual

ματαιουργός, -όν (Α)
ο ματαιοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. μάταιος + -ουργός(< ἔργον), πρβλ. δημιουργός, τεχνουργός].

German (Pape)

ματαιοποιός, Philo.