ματαιουργός

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιουργός Medium diacritics: ματαιουργός Low diacritics: ματαιουργός Capitals: ΜΑΤΑΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: mataiourgós Transliteration B: mataiourgos Transliteration C: mataiourgos Beta Code: mataiourgo/s

English (LSJ)

ματαιουργόν, = ματαιοποιός, Ph.2.98.

Greek (Liddell-Scott)

ματαιουργός: -όν, = ματαιοποιός, Φίλων 2. 98.

Greek Monolingual

ματαιουργός, -όν (Α)
ο ματαιοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. μάταιος + -ουργός(< ἔργον), πρβλ. δημιουργός, τεχνουργός].

German (Pape)

ματαιοποιός, Philo.