μαυρομάτης
From LSJ
Greek Monolingual
-άτα, -άτικο, θηλ. και -ατού και -ατούσα (Μ μαυρομάτης, -άτα, -άτικο και μαυρόματος, -η, -ον)
1. αυτός που έχει μαύρα μάτια
2. φρ. «μαυρομάτικα φασόλια» — είδος φασολιών μικρού μεγέθους με μαύρο στίγμα, αλλ. γυφτοφάσουλα, σμυρναίικα, χλωρά ή αμπελοφάσουλα
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο μαυρομάτης
ζωολ. κοινή ονομασία πτηνού
2. το θηλ. ως ουσ. η μαυρομάτα
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού Ornithogalum arabicum.