μαχητικότητα

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

η μαχητικός
1. η ιδιότητα του μαχητικού, το να είναι κανείς ορμητικός ή θαρραλέος στη μάχη, η διάθεση ή θέληση για μάχη
2. μτφ. αγωνιστική διάθεση, τόλμη και αποφασιστικότητα
3. (κατ' επέκτ.) η εριστικότητα («η μαχητικότητα που τον διακρίνει στις πολιτικές συζητήσεις τον κάνει αντιπαθητικό στους άλλους»).