μελανοδοχείο

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source

Greek Monolingual

το (ΑM μελανοδοχεῖον)
μικρό δοχείο που περιέχει μελάνη γραφής, κν. καλαμάρι, και ολόκληρο το σκεύος στο οποίο περιλαμβάνεται και το μελανοδοχείο, κν. καλαμαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνι + δοχείο (πρβλ. σταχτοδοχείο)].