μερσίνι

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

(I)
το μερσίνη
ο καρπός της μερσίνης.
(II)
το
άλλη κοινή ονομασία για το ψάρι μουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mersin].