μεσόμνη

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόμνη Medium diacritics: μεσόμνη Low diacritics: μεσόμνη Capitals: ΜΕΣΟΜΝΗ
Transliteration A: mesómnē Transliteration B: mesomnē Transliteration C: mesomni Beta Code: meso/mnh

English (LSJ)

v. μεσόδμη.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόμνη: ἡ, «μεσόμνας ἐπιθήσει ἐπὶ τοὺς κίονας ὑπὲρ τῆς διόδου, πλάτος καὶ ὕψος ἴσα τοῖς ἐπιστυλίοις, - ὑποθεὶς ὑπόθημα ἐπὶ τῆς μεσόμνης. - μεσόμνας, ἐφ’ ὧν κείσεται τὰ ὑποζώματα καὶ τἆλλα σκεύη. - τὴν ἐπάνω μεσόμνην ἀπὸ τῆς ἑτέρας ἀπέχουσαν πέντε πόδας. - κλίμακας ξυλίνας ποιήσει ἀναβαίνειν ἐπὶ τὰς μεσόμνας», Ἐπιγρ. Πειραιῶς, Bul. de. cor. hel. VII, σ. 542-3. Ἡ λέξ. φαίνεται ὅτι εἶναι ἑτέρα γραφὴ τῆς καὶ ἄλλοθεν γνωστῆς μεσόδμης· ἀλλὰ κεῖται ἐν τῇ ἐπιγραφῇ ταύτῃ οὐχὶ κατὰ μίαν καὶ μόνην σημασίαν. Ἴδε τὰς ἐν σελ. 549 καὶ 550 σημειώσεις τοῦ ἐκδότου.

Greek Monolingual

μεσόμνη, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. μεσόδμη.