μετακενώνω

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source

Greek Monolingual

(ΑM μετακενῶ, -όω)
αδειάζω υγρό από ένα δοχείο σε άλλο, μεταγγίζω
νεοελλ.
μεταδίδω σε άλλο τόπο ή σε άλλα πρόσωπα ιδέες, μεθόδους, επιστήμες κ.λπ.
μσν.-αρχ.
μτφ. διοχετεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κενῶ «αδειάζω» (< κενός)].