μετασύγκριση

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

η (Α μετασύγκρισις) μετασυγκρίνω
νεοελλ.
θεραπευτική μέθοδος η οποία συνίσταται στη βαθμιαία τόνωση του ασθενούς ύστερα από χρόνιο νόσημα και στη μεταβολή της δίαιτάς του καθώς και στη χορήγηση διαφόρων φαρμάκων τα οποία προκαλούν εφίδρωση του οργανισμού
αρχ.
βελτίωση της εσωτερικής κατάστασης του ανθρώπινου σώματος με την αφαίρεση, διά μέσου τών πόρων του δέρματος, τών νοσογόνων χυμών.