μεταφυτεία

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταφῠτεία Medium diacritics: μεταφυτεία Low diacritics: μεταφυτεία Capitals: ΜΕΤΑΦΥΤΕΙΑ
Transliteration A: metaphyteía Transliteration B: metaphyteia Transliteration C: metafyteia Beta Code: metafutei/a

English (LSJ)

ἡ,
A transplanting, Thphr. HP 2.6.3, 7.5.3.
2 perhaps, substitution of a different form of cultivation, Ostr.Bodl.i 89 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 156] ἡ, Umpflanzung, Theophr.

Greek Monolingual

μεταφυτεία, ἡ (Α) μεταφυτεύω
1. το να φυτεύει κανείς ένα φυτό από έναν τόπο σε άλλο, μεταφύτευση
2. χρήση διαφορετικού τύπου καλλιέργειας.