μετρητιαῖος
From LSJ
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
English (LSJ)
α, ον, holding a μετρητής, κεράμιον BCH8.219 (Caryanda).
Greek (Liddell-Scott)
μετρητιαῖος: -ον, χωρῶν ἕνα μετρητήν, Ἐπιγραφ. ἐν Hell. J. τ. 13, σ. 105.
Greek Monolingual
μετρητιαῖος, -α, -ον (Α)
αυτός που χωρά έναν μετρητή, δηλαδή 12 χους ή 144 κοτύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετρητής + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. παλαιστιαίος).