μετριοφροσύνη

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετριοφροσύνη Medium diacritics: μετριοφροσύνη Low diacritics: μετριοφροσύνη Capitals: ΜΕΤΡΙΟΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: metriophrosýnē Transliteration B: metriophrosynē Transliteration C: metriofrosyni Beta Code: metriofrosu/nh

English (LSJ)

ἡ, modesty, Simp.in Epict.p.66 D.

German (Pape)

[Seite 163] ἡ, Bescheidenheit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετριοφροσύνη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ οὐσιαστ. τοῦ μετριόφρων, Simplic. εἰς Ἐπίκτ. 249, Ἰω. Χρυσ. τ. 3, 428, 33, κλ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μετριοφροσύνη) μετριόφρων
η ιδιότητα του μετριόφρονα, ταπεινοφροσύνη, απλότητα στη συμπεριφορά, μετριότητα στις απαιτήσεις ή αξιώσεις.