Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηλοῦχος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοῦχος Medium diacritics: μηλοῦχος Low diacritics: μηλούχος Capitals: ΜΗΛΟΥΧΟΣ
Transliteration A: mēloûchos Transliteration B: mēlouchos Transliteration C: miloychos Beta Code: mhlou=xos

English (LSJ)

ὁ, (μῆλον B.11) girdle that confines the breasts, AP6.211 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 173] ὁ, Brusthalter, Brustbinde, ὑαλόχρους, Leon. Tar. 5 (VI, 211).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de corset.
Étymologie: μῆλον², ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

μηλοῦχος:грудная повязка (род лифа) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοῦχος: ὁ, (μῆλον Β. ΙΙ) ζώνη ἀνέχουσα τοὺς μαστούς, Ἀνθ. Π. 6. 211· ἀλλαχοῦ στρόφιον.

Greek Monolingual

μηλοῦχος, ὁ (Α)
ζώνη που κρατά τους μαστούς, στηθόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -οῦχος (< ἔχω)].

Greek Monotonic

μηλοῦχος: ὁ (μῆλον Β. II, ἔχω), ζώνη που συγκρατεί τους μαστούς, στηθόδεσμος, σε Ανθ.

Middle Liddell

μηλ-οῦχος, ὁ, μῆλον B. II, ἔχω]
a girdle that confines the breasts, Anth.