μηνογραφώ

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

μηνογραφῶ, -έω (Μ)
σημειώνω ή γράφω την ημερομηνία σε επιστολή ή έγγραφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω)].