μιαροσιτία
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
German (Pape)
[Seite 182] ἡ, das Essen unreiner, schlechter Speisen, Mein. Men. p. 538.
Greek (Liddell-Scott)
μιᾰροσῑτία: ἡ, μιαροφαγία, ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ Bentl. παρὰ Meineke Μενάνδρ. 538 ἐν Ἀλέξιδος «Πυθαγοριζούσῃ» 3 (ἔνθα νῦν μικροσιτία).
Greek Monolingual
μιαροσιτία, ἡ (Α)
μιαροφαγία, το να τρώει κανείς ακάθαρτες τροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -σιτία μέσω ενός αμάρτυρου τ. μιαρόσιτος (πρβλ. οικοσιτία)].