μιερός
From LSJ
English (LSJ)
ά, όν, late form of μιαρός, Call.Hec.1.4.7, Epigr.Gr.336.4 (Alexandria Troas).
German (Pape)
[Seite 183] ion. = μιαρός, Maccab.; vgl. Lob. zu Phryn. 309, der es verwirft.
Greek (Liddell-Scott)
μιερός: -ά, -όν, μεταγεν. τύπος τοῦ μιαρός, ἴδε Φρύνιχ. 309, καὶ Λοβέκ. ἐν τόπῳ.