μιερός
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ά, όν, late form of μιαρός, Call.Hec.1.4.7, Epigr.Gr.336.4 (Alexandria Troas).
German (Pape)
[Seite 183] ion. = μιαρός, Maccab.; vgl. Lob. zu Phryn. 309, der es verwirft.
Greek (Liddell-Scott)
μιερός: -ά, -όν, μεταγεν. τύπος τοῦ μιαρός, ἴδε Φρύνιχ. 309, καὶ Λοβέκ. ἐν τόπῳ.