μιξόθροος

From LSJ

τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξόθροος Medium diacritics: μιξόθροος Low diacritics: μιξόθροος Capitals: ΜΙΞΟΘΡΟΟΣ
Transliteration A: mixóthroos Transliteration B: mixothroos Transliteration C: miksothroos Beta Code: mico/qroos

English (LSJ)

μιξόθροον, with mingled cries, A.Th. 331.

German (Pape)

[Seite 189] mit Geschrei vermischt, λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόου, Aesch. Spt. 313.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
mêlé de cris.
Étymologie: μίγνυμι, θρόος.

Russian (Dvoretsky)

μιξόθροος: кричащий вместе: λαῒς ὁλλυμένη μ. Aesch. гибнущие пленницы, издающие общий вопль.

Greek (Liddell-Scott)

μιξόθροος: -ον, ὁ μεμιγμένος μὲ φωνάς, Αἰσχύλ. Θήβ. 331.

Greek Monolingual

μιξόθροος, -ον (Α)
αναμεμιγμένος με βοή, με φωνές («λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόου», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + θροος (αττ. τ. του θροῦς + θρέομαι «φωνάζω»), πρβλ. λιπόθροος].

Greek Monotonic

μιξόθροος: -ον, αυτός που ακούγεται με αναμεμειγμένες φωνές, σε Αισχύλ.