τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(Α μισθοδοτῶ, -έω) μισθοδότης
καταβάλλω μισθό σε κάποιον, πληρώνω σε κάποιον τη συμφωνημένη από πριν ημερήσια ή εβδομαδιαία ή μηνιαία αμοιβή του για την εργασία που εκτελεί.