μνημειώδης

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source

Greek Monolingual

-ες
1. καθετί που έχει τις επιβλητικές διαστάσεις ενός μνημείου («μνημειώδες άγαλμα»)
2. καθετί που έχει χαρακτήρα μεγαλοπρεπή, επιβλητικό ή που είναι μεγάλης σημασίας («μνημειώδες έργο»)
3. οτιδήποτε ξεπερνά τα συνηθισμένα μέτρα ή τους συνηθισμένους κανόνες, τεράστιο, κολοσσιαίο («μνημειώδες σφάλμα»)
4. αυτός που αξίζει να μνημονευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνημείο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].