μονότονος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
μονότονον,
A (τόνος ΙΙ.2) of one tone in music, uniform, monotonous. Adv. μονοτόνως Longin.34.2.
II metaph., obstinate, Ptol.Tetr.163; steady, Heph.Astr.1.1; expld. by μόνος ὤν, ὑπάρχων, μονομάχος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 205] eintönig, von einerlei Ton, übh. einförmig, Gramm. u. Rhett. – Auch adv. μονοτόνως, Longin. 34, 2.
Greek (Liddell-Scott)
μονότονος: -ον, (τόνος ΙΙ. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ μουσικοῦ τόνου, ὁμοιόμορφος, μονότονος. - Ἐπίρρ. -νως, Λογγῖν. 34. 2. ΙΙ. μεταφορ., ἰσχυρογνώμων, Γλωσσ.· ἐντεῦθεν, μονοτονέω, ἴδε τὴν λέξιν.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονότονος, -ον)
αυτός που αποτελείται από έναν και τον αυτό μουσικό τόνο, ομοιόμορφος, που έχει διαρκώς έναν και μόνο τόνο, που δεν έχει ηχητική ποικιλία·