μονόχρως

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχρως Medium diacritics: μονόχρως Low diacritics: μονόχρως Capitals: ΜΟΝΟΧΡΩΣ
Transliteration A: monóchrōs Transliteration B: monochrōs Transliteration C: monochros Beta Code: mono/xrws

English (LSJ)

ων, = μονόχροος.

German (Pape)

[Seite 206] ωτος, dasselbe, Arist. inc. 5, 6.

Greek Monolingual

μονόχρως, -ων (Α)
μονόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χρως (< χρώς, χρωτόςχρώμα»), πρβλ. λευκόχρως, πολύχρως].

Russian (Dvoretsky)

μονόχρως: 2, gen. ωτος одноцветный Arst.